- ζεύξεων
- ζεύ̱ξεω̆ν , ζεῦξιςyoking: fem gen pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ζεύξεων — ζεύ̱ξεω̆ν , ζεῦξις yoking fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek